ἱππικοῖς

ἱππικοῖς
ἱππικός
of a horse
masc/neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εξετάζω — (AM ἐξετάζω) [ετάζω] 1. ερευνώ λεπτομερώς, ελέγχω («τὴν ὑπάρχουσαν συμμαχίαν ἐξήταζον», Θουκ.) 2. υποβάλλω σε ανάκριση, ανακρίνω («το δικαστήριο εξέτασε τους μάρτυρες») 3. ελέγχω προσεκτικά για να διαπιστώσω την ποιότητα ή τη γνησιότητα («εξέτασε …   Dictionary of Greek

  • κίρκος — (Circus). Γένος πτηνών της οικογένειας των ιερακιδών, της τάξης των ιερακομόρφων, το οποίο περιλαμβάνει περίπου 15 είδη, ιθαγενή της Ευρώπης, της Αφρικής, της Αμερικής και της Ασίας. Τον χειμώνα τα πτηνά αυτά μεταναστεύουν σε θερμότερες περιοχές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”